- σύνθεμα
- σύνθεμαcompound wordneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύνθεμα — το, ΝΜΑ [συντίθημι] νεοελλ. αυτό που προέρχεται από σύνθεση, που τα τμήματά του είναι συντεθειμένα μσν. αρχ. καθετί το συμφωνημένο εκ τών προτέρων, σύνθημα αρχ. 1. σύνθετη λέξη 2. ποσό, κεφάλαιο 3. συνέλευση, συνάθροιση 4. ιατρ. α) αλοιφή που… … Dictionary of Greek
συνθεμάτων — σύνθεμα compound word neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέμασι — σύνθεμα compound word neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέμασιν — σύνθεμα compound word neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέματα — σύνθεμα compound word neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέματι — σύνθεμα compound word neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέματος — σύνθεμα compound word neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισύνθεμα — ἐπισύνθεμα, τὸ (Μ) ό,τι σχηματίζεται από συσσώρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σύνθεμα «συνάθροιση» (ποιητ. τ. τού σύνθημα)] … Dictionary of Greek
σκευασία — η, ΝΑ [σκευάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία 2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.) νεοελλ. συσκευασία αρχ. 1. παρασκευή φαγητού… … Dictionary of Greek
σκεύασμα — ατος, το ΝΑ [σκευάζω] σύνθεμα φαρμακευτικών ουσιών που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική νεοελλ. φρ. «βιταμινούχο σκεύασμα» σκεύασμα που περιέχει βιταμίνες μσν. ιατρική συνταγή αρχ. 1. παρασκευή, ετοιμασία φαγητού 2. στον πληθ. τὰ σκευάσματα… … Dictionary of Greek